FAQs About the word sorrowed (for)

λυπημένος (για)

Ποθώ (κάτι),λυπημένος (για),πένθησε,λυπήθηκα,θρήνησε,κατηγόρησε,θρηνούσε,μετανοημένος

ευχαριστημένος για,ευχαρίστηκα,έζησε,απολάμβανε,απολάμβανε (σε),Παραγευμένο,απόλαυσε

sorrowed => λυπημένος, sorrow (for) => (λύπη για), sorrily => δυστυχώς, sorrels => Ξινολάπαθο, sororities => γυναικείες φοιτητικές λέσχες,