Greek Meaning of soreheaded

ευέξαπτος

Other Greek words related to ευέξαπτος

Definitions and Meaning of soreheaded in English

soreheaded

fowl pox sense a, a person easily angered or disgruntled, a person easily angered or discontented

FAQs About the word soreheaded

ευέξαπτος

fowl pox sense a, a person easily angered or disgruntled, a person easily angered or discontented

δριμύς,πικρόχολος,επιβαρυντική,ενοχλημένος,ανταγωνιστικός,αντιπαθητικός,αντικοινωνικός,χολερικός,γκρινιάρης,αγενής

Αποδεκτός,φιλόξενος,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,υπάκουος,φιλικός,Χαρούμενος,φιλικός,χαρούμενος

sorceries => μαγείες, sorceresses => μάγισσες, sorcerers => μάγοι, soppiness => δουλοπρέπεια, sopped => μουλιασμένος,