Greek Meaning of shover
ωθητήρας
Other Greek words related to ωθητήρας
Nearest Words of shover
Definitions and Meaning of shover in English
shover (n)
someone who pushes
FAQs About the word shover
ωθητήρας
someone who pushes
οδήγηση,σπρώχνω,ώθηση,κινώ,προωθώ,πιέζω (κάτω),αναγκάζω,συμπιέζω,καταθλίβω,δύναμη
: φτάνω,έλα,μένω,εμφανίζομαι,μένω,εμφανίζονται,κατοικώ,προσέγγιση,κοντά,κατοικώ
shoven => σπρωγμένος, shovel-nosed => σκαφώδης μύτη, shovelnose catfish => Γατόψαρο με φτυάρωτη μύτη, shovelnose => φτυαρόμυτη, shovelling => φτυάρισμα,