FAQs About the word shover

ωθητήρας

someone who pushes

οδήγηση,σπρώχνω,ώθηση,κινώ,προωθώ,πιέζω (κάτω),αναγκάζω,συμπιέζω,καταθλίβω,δύναμη

: φτάνω,έλα,μένω,εμφανίζομαι,μένω,εμφανίζονται,κατοικώ,προσέγγιση,κοντά,κατοικώ

shoven => σπρωγμένος, shovel-nosed => σκαφώδης μύτη, shovelnose catfish => Γατόψαρο με φτυάρωτη μύτη, shovelnose => φτυαρόμυτη, shovelling => φτυάρισμα,