Greek Meaning of restrengthening
Ενίσχυση
Other Greek words related to Ενίσχυση
- αυξανόμενος
- τονίζοντας
- επιβολή
- μεγιστοποίηση
- ενισχυτικός
- ενισχύοντας
- ακονίζω
- τονίζω
- συμπληρώνοντας
- Επιταχυνόμενος
- διεύρυνση
- επεκτεινόμενος
- άρον άρον
- επιμήκυνση
- δείχνοντας (πάνω)
- επιτάχυνση
- τονίζοντας
- επιδεινούμενος
- ενίσχυση
- ενίσχυση
- ενοποίηση
- εμβάθυνση
- ενισχυτικό
- διευρύνων
- αναζωογονητικός
- επιδεινούμενο
- εκτίνω
- Ύψος
- εντατικοποίηση
- Τζαζ
- αύξηση
- ενδυνάμωση
Nearest Words of restrengthening
Definitions and Meaning of restrengthening in English
restrengthening
to strengthen (something) again or to become strong again
FAQs About the word restrengthening
Ενίσχυση
to strengthen (something) again or to become strong again
αυξανόμενος,τονίζοντας,επιβολή,μεγιστοποίηση,ενισχυτικός,ενισχύοντας,ακονίζω,τονίζω,συμπληρώνοντας,Επιταχυνόμενος
μειούμενου,φθίνων,φθίνων,μείωση,μετριαστικός,μειώνοντας,εξασθένιση,φθίνουσα,αστραπή,υποχωρούσα
restrengthened => Ενίσχυσε, restraints => περιορισμούς, restrains => περιορίζει, restores => Αποκαθιστά, restorations => Αποκαταστάσεις,