Greek Meaning of scooped (out)
σκαμμένο (έξω)
Other Greek words related to σκαμμένο (έξω)
Nearest Words of scooped (out)
Definitions and Meaning of scooped (out) in English
scooped (out)
No definition found for this word.
FAQs About the word scooped (out)
σκαμμένο (έξω)
εκσκαμμένο,κούφιος (έξω),φτυαρισμένο,σκαμμένο
αποκλεισμένο,κλειστό,γεμάτος,συσκευασμένο,συνδεδεμένο,σταμάτησε,Γεμιστό,φραγμένος,πνιγμένος,βουλωμένο
scoop (out) => σκαλίζω (έξω), sconces => επιτοίχια φωτιστικά, scolds => τιμωρεί, scoffs => χλευάζει, scoffing (at) => σκωπτικός για,