Greek Meaning of occluded
Αποφραγμένος
Other Greek words related to Αποφραγμένος
- αποκλεισμένο
- εμπόδισαν
- πνιγμένος
- βουλωμένο
- πηγμένος
- συνωστισμένος
- φράχθηκε
- γεμάτος
- πλημμυρισμένος
- κολλημένος
- μαρμελάδα
- βουλωμένο (πάνω)
- σταμάτησε
- Γεμιστό
- φραγμένος
- φελλός
- γούνινος
- Μπουχτισμένος
- ακινητοποιημένος
- πλημμυρισμένος
- Υπερφορτωμένος
- συσκευασμένο
- φερτός
- διαρροή
- σταματημένη
- Σταματημένος
- βυθισμένος
Nearest Words of occluded
Definitions and Meaning of occluded in English
occluded (s)
closed off
(of a substance) taken into and retained in another substance
FAQs About the word occluded
Αποφραγμένος
closed off, (of a substance) taken into and retained in another substance
αποκλεισμένο,εμπόδισαν,πνιγμένος,βουλωμένο,πηγμένος,συνωστισμένος,φράχθηκε,γεμάτος,πλημμυρισμένος,κολλημένος
ξεκαθαρισμένο,εκσκαμμένο,απελευθερωμένος,ανοιγμένο (προς τα πάνω),ξεμπλοκαρισμένο,Αποσυνδεδεμένο,αδειασμένος,κούφιος (έξω),φωτισμένος,σκαμμένο (έξω)
occlude => αποφράσσω, occitan => οξιτανικά, occision => ευκαιρία, occiputs => ινιακός, occiput => Τυλώδης αποφυσις,