FAQs About the word occipito-

ινιακός-

A combining form denoting relation to, or situation near, the occiput; as, occipito-axial; occipito-mastoid.

No synonyms found.

No antonyms found.

occipital vein => Σφαγιδική φλέβα, occipital protuberance => ινιακό οζίδιο, occipital lobe => Τυλικός λοβός, occipital cortex => Οπτικός λοβός, occipital bone => Οπίσθιο ινιακό οστό,