Greek Meaning of occision
ευκαιρία
Other Greek words related to ευκαιρία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of occision
- occiputs => ινιακός
- occiput => Τυλώδης αποφυσις
- occipitomastoid suture => Οπισθοϊνιακή μαστοειδής ραφή
- occipitoaxial => ινιακοαξονικός
- occipito- => ινιακός-
- occipital vein => Σφαγιδική φλέβα
- occipital protuberance => ινιακό οζίδιο
- occipital lobe => Τυλικός λοβός
- occipital cortex => Οπτικός λοβός
- occipital bone => Οπίσθιο ινιακό οστό
Definitions and Meaning of occision in English
occision (n.)
A killing; the act of killing.
FAQs About the word occision
ευκαιρία
A killing; the act of killing.
No synonyms found.
No antonyms found.
occiputs => ινιακός, occiput => Τυλώδης αποφυσις, occipitomastoid suture => Οπισθοϊνιακή μαστοειδής ραφή, occipitoaxial => ινιακοαξονικός, occipito- => ινιακός-,