Greek Meaning of gridlocked

ακινητοποιημένος

Other Greek words related to ακινητοποιημένος

Definitions and Meaning of gridlocked in English

gridlocked

affected by gridlock

FAQs About the word gridlocked

ακινητοποιημένος

affected by gridlock

συνωστισμένος,γεμάτος,συσκευασμένο,φερτός,αποκλεισμένο,φραγμένος,βουλωμένο,πηγμένος,φελλός,πλημμυρισμένος

ξεκαθαρισμένο,απελευθερωμένος,ανοιγμένο (προς τα πάνω),Αποσυνδεδεμένο,αδειασμένος,εκσκαμμένο,κούφιος (έξω),φωτισμένος,σκαμμένο (έξω),ξεμπλοκαρισμένο

griddle cake => Τηγανίτα, grew up => μεγάλωσα, grew (in) => μεγάλωσε (σε), gremlins => γκρέμλινς, greetings => Χαιρετισμοί,