Greek Meaning of spiled

διαρροή

Other Greek words related to διαρροή

Definitions and Meaning of spiled in English

spiled

to plug with a spile, a spout inserted in a tree to draw off sap, to supply with a spile, pile entry 1 sense 1, a small plug used to stop the vent of a cask

FAQs About the word spiled

διαρροή

to plug with a spile, a spout inserted in a tree to draw off sap, to supply with a spile, pile entry 1 sense 1, a small plug used to stop the vent of a cask

αποκλεισμένο,φραγμένος,πνιγμένος,βουλωμένο,πηγμένος,συνωστισμένος,φελλός,φράχθηκε,γεμάτος,μαρμελάδα

ξεκαθαρισμένο,απελευθερωμένος,ανοιγμένο (προς τα πάνω),Αποσυνδεδεμένο,αδειασμένος,εκσκαμμένο,κούφιος (έξω),φωτισμένος,σκαμμένο (έξω),ξεμπλοκαρισμένο

spiking => σπάικινγκ, spikey => ακανθώδης, spiffily => κομψά, spiffed-up => φανταχτερός, spies => κατάσκοποι,