Greek Meaning of begot
γέννησε
Other Greek words related to γέννησε
- έφερε
- προκαλείται
- εκτελεσμένο
- παραχθεί
- επαγόμενος
- έκανε
- σφυρηλατημένο
- ενέδωσε
- δημιούργησε
- παραγόμενος
- ξεκίνησε
- εκτρεφόμενος
- αποφασισμένος
- έκανε
- πραγματοποιηθεί
- προικισμένος
- επικαλέστηκε
- προκαλεσμένος
- εργάστηκε
- προκάλεσε
- παρήγαγε
- έφερε μαζί του
- καταλυμένος
- οδήγησε σε
- προτρέπονται
- είχε ως αποτέλεσμα
- γεννήθηκε
- μεταφρασμένο (σε)
- προηγμένος
- Καλλιεργούμενος
- αποφάσισε
- ανεπτυγμένη
- θεσπισμένος
- ενθάρρυνε
- καθιερωμένος
- πατέρας
- προωθημένο
- ενθαρρυνόμενος
- ιδρύθηκε
- εγκαινιάστηκε
- αρχισμένος
- Καινοτόμος
- εδραιωμένος
- εισήχθη
- ξεκίνησε
- θρεμμένος
- περιποιημένος
- πρωτοποριακός
- αποδομένο
- εγκαθίστατε
- οδήγησε σε
- συνέβαλε (σε)
- Σχεδίασε
- προαγόμενος
- ξεκίνησε
- συλληφθείς
- επιλεγμένο
- ελεγχόμενος
- θρυμματισμένος
- υγρός
- παρεμποδισμένο
- ανασταλμένος
- σκότωσα
- περιορισμένος
- βάλω κάτω
- ακυρώθηκε
- καταπιεσμένος
- περιορισμένος
- πνιγμένος
- πνιγηρός
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- καταργήθηκε
- κατεστραμμένος
- σβησμένος
- κατέστειλε
- συγκρατημένος
- πλακωμένος
- υποταγμένος
- καταστέλλω (εναντίον)
- καταπιάστηκε έντονα (με)
- συγκρατημένος
- ησυχασμένο
- κονσέρβα
- κατεδαφισμένο
- εκκαθαρισμένος
- σβησμένο
- ελεγχόμενος
- σβησμένο (έξω)
Nearest Words of begot
- begore => ικετεύω
- begoniaceae => μπεγόνιες
- begonia tuberhybrida => Κόνδυλοι μπεγκόνιας
- begonia socotrana => βεγκόνια της Σοκότρα
- begonia semperflorens => Βεγόνια η σέμπερφλορενς
- begonia rex => βηγόνια ρεξ
- begonia heracleifolia => μπεγκόνια με φύλλα ηράκλειου
- begonia feastii => Βεγόνια η φέαστι
- begonia family => Οικογένεια μπιγκόνια
- begonia erythrophylla => Βεγόνια ερυθρόφυλλα
Definitions and Meaning of begot in English
begot (imp.)
of Beget
begot (p. p.)
of Beget
begot ()
imp. & p. p. of Beget.
FAQs About the word begot
γέννησε
of Beget, of Beget, imp. & p. p. of Beget.
έφερε,προκαλείται,εκτελεσμένο,παραχθεί,επαγόμενος,έκανε,σφυρηλατημένο,ενέδωσε,δημιούργησε,παραγόμενος
συλληφθείς,επιλεγμένο,ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,υγρός,παρεμποδισμένο,ανασταλμένος,σκότωσα,περιορισμένος,βάλω κάτω
begore => ικετεύω, begoniaceae => μπεγόνιες, begonia tuberhybrida => Κόνδυλοι μπεγκόνιας, begonia socotrana => βεγκόνια της Σοκότρα, begonia semperflorens => Βεγόνια η σέμπερφλορενς,