Greek Meaning of occasions

περιπτώσεις

Other Greek words related to περιπτώσεις

Definitions and Meaning of occasions in English

Wordnet

occasions (n)

something you have to do

FAQs About the word occasions

περιπτώσεις

something you have to do

στιγμές,φορές,στιγμές,λεπτά,λάμψεις,δευτερόλεπτα,δονήσεις,κενά,ξόρκια,κλάσμα δευτερολέπτου

συνέπειες,συμπεράσματα,εξελίξεις,επιδράσεις,μοίρες,φρούτα,ζητήματα,αποτελέσματα,προϊόντα,αποτελέσματα

occasioning => προκαλώντας, occasioner => ευκαιρία, occasioned => προκαλεσμένος, occasionate => περιστασιακός, occasionally => περιστασιακά,