Greek Meaning of transacted
συναλλαγμένη
Other Greek words related to συναλλαγμένη
- αγορασμένο
- ασχολήθηκα
- διαπραγματευμένος
- αγορασμένη
- πωλημένος
- εμπορεύεται
- δημοπρατημένος
- Διαπραγματεύομαι
- ανταλλάχθηκε
- ανταλλάχθηκε
- εμπόριο αλόγων
- πουλήθηκε ξανά
- δοθείς
- ανταλλάχθηκε
- Εμπορευθεί
- διανεμημένος
- δίκαιο εμπόριο
- εμπορευματοποιημένα
- εμπορευματοποιημένο
- εμπορευματοποιημένο
- πωλούσε
- παραλαβή
- ξαναγόρασε
- Λιανική πώληση
- πήρε
- πουλήθηκε
- χονδρική
Nearest Words of transacted
- transacting => συναλλαγές
- transactinide => Τρανσακτινίδιο
- transaction => συναλλαγή
- transaction file => Αρχείο συναλλαγών
- transactional immunity => Ανοσία συναλλαγής
- transactions => συναλλαγές
- transactor => μεταβιβαστής
- trans-alaska pipeline => Αγωγός Trans-Alaska
- transalpine => διααλπικός
- transaminase => Τρανσαμινάση
Definitions and Meaning of transacted in English
transacted (imp. & p. p.)
of Transact
FAQs About the word transacted
συναλλαγμένη
of Transact
αγορασμένο,ασχολήθηκα,διαπραγματευμένος,αγορασμένη,πωλημένος,εμπορεύεται,δημοπρατημένος,Διαπραγματεύομαι,ανταλλάχθηκε,ανταλλάχθηκε
No antonyms found.
transact => διεξάγω, trans fatty acid => τρανς λιπαρά οξέα, trans- => δια-, tranquilness => γαλήνη, tranquilly => ήρεμα,