Greek Meaning of sold

πωλημένος

Other Greek words related to πωλημένος

Definitions and Meaning of sold in English

Wordnet

sold (a)

disposed of to a purchaser

Webster

sold (imp. & p. p.)

of Sell

FAQs About the word sold

πωλημένος

disposed of to a purchaserof Sell

διανεμημένος,εμπορευματοποιημένα,Λιανική πώληση,διαφημισμένο,ασχολείται με,εξαγόμενος,εμπορευματοποιημένο,εμπορευματοποιημένο,προαγόμενος,προσφέρονται

αγορασμένη,αγορασμένο

solarize => εκτελέσω solarise, solarization => Ηλιοποίηση, solarium => σολάριουμ, solarise => ηλιοστατικός, solarisation => ηλιακό,