Greek Meaning of solarium
σολάριουμ
Other Greek words related to σολάριουμ
Nearest Words of solarium
- solarise => ηλιοστατικός
- solarisation => ηλιακό
- solar year => ηλιακό έτος
- solar wind => ηλιακός άνεμος
- solar trap => ηλιακός παγίδα
- solar thermal system => Ηλιακό θερμικό σύστημα
- solar telescope => Ηλιακό τηλεσκόπιο
- solar system => ηλιακό σύστημα
- solar radiation => Ηλιακή ακτινοβολία
- solar prominence => Ηλιακές εκλάμψεις
Definitions and Meaning of solarium in English
solarium (n)
a room enclosed largely with glass and affording exposure to the sun
FAQs About the word solarium
σολάριουμ
a room enclosed largely with glass and affording exposure to the sun
στοά,Βεράντα ύπνου,Σαλόνι ηλίου,Βεράντα,ηλιακό δωμάτιο,βεράντα,Βεράντα,Βεράντα,Γαλιλαία,γκαλερί
No antonyms found.
solarise => ηλιοστατικός, solarisation => ηλιακό, solar year => ηλιακό έτος, solar wind => ηλιακός άνεμος, solar trap => ηλιακός παγίδα,