FAQs About the word solarium

σολάριουμ

a room enclosed largely with glass and affording exposure to the sun

στοά,Βεράντα ύπνου,Σαλόνι ηλίου,Βεράντα,ηλιακό δωμάτιο,βεράντα,Βεράντα,Βεράντα,Γαλιλαία,γκαλερί

No antonyms found.

solarise => ηλιοστατικός, solarisation => ηλιακό, solar year => ηλιακό έτος, solar wind => ηλιακός άνεμος, solar trap => ηλιακός παγίδα,