Greek Meaning of resold

πουλήθηκε ξανά

Other Greek words related to πουλήθηκε ξανά

Definitions and Meaning of resold in English

resold

to sell (something) again

FAQs About the word resold

πουλήθηκε ξανά

to sell (something) again

δημοπρατημένος,Διαπραγματεύομαι,ανταλλάχθηκε,αγορασμένο,ανταλλάχθηκε,εμπορευματοποιημένο,εμπορευματοποιημένο,διαπραγματευμένος,αγορασμένη,ξαναγόρασε

μελαμψός,μποϊκοταρισμένος,μαυροπινακισμένος

resists => αντιστέκεται, resigns (from) => παραιτείται (από), resignedness => παραίτηση, resign (from) => παραιτώμαι (από), residues => υπολείμματα,