Greek Meaning of bargained

Διαπραγματεύομαι

Other Greek words related to Διαπραγματεύομαι

Definitions and Meaning of bargained in English

Webster

bargained (imp. & p. p.)

of Bargain

FAQs About the word bargained

Διαπραγματεύομαι

of Bargain

ασχολήθηκα,παζαρεύω,διαπραγματευμένος,ισχυρίστηκε,μάλωναν,αγορασμένο,συγκρούστηκαν,κλείνω μια συμφωνία,παζάρεψα,ανταλλάχθηκε

αναβλήθηκε,απρόθυμος,ισχυρίστηκε,ματαιωμένο,ακυρώθηκε,αμφισβητούμενος,αμφισβητούμενο,διαφωνία,αντιρρησίες,ακυρώθηκε

bargain rate => τιμή ευκαιρίας, bargain hunter => Κυνηγός ευκαιριών, bargain down => Διαπραγμάτευση, bargain => καλή αγορά, barful => μπάφουλ,