FAQs About the word barge pole

Μονόκωπος

a long pole used to propel or guide a barge

No synonyms found.

No antonyms found.

barge in => εισβάλλω, barge => φορτηγίδα, bargain-priced => Σε τιμή ευκαιρίας, bargainor => πωλητής, bargaining chip => διαπραγματευτικό χαρτί,