Greek Meaning of barge in
εισβάλλω
Other Greek words related to εισβάλλω
Nearest Words of barge in
Definitions and Meaning of barge in in English
barge in (v)
enter uninvited; informal
break into a conversation
FAQs About the word barge in
εισβάλλω
enter uninvited; informal, break into a conversation
κόβω,κόρνα μέσα,ενοχλώ,Διαρρήκτης,συμμετέχω,διακόπτης,βάλω μέσα,Προσθήκη,ανακατεύομαι,συνεισφέρω
έλεγχος έξω,βγαίνω (από τη δουλειά),πηγαίνω,αφήνω,Τρέπω σε φυγή
barge => φορτηγίδα, bargain-priced => Σε τιμή ευκαιρίας, bargainor => πωλητής, bargaining chip => διαπραγματευτικό χαρτί, bargaining => παζάρεμα,