FAQs About the word bargee

Εργάτης σε πραmmο

someone who operates a bargeA bargeman.

No synonyms found.

No antonyms found.

bargecourse => Γλίστρα τράτας, bargeboard => Πλευρική σανίδα, barge pole => Μονόκωπος, barge in => εισβάλλω, barge => φορτηγίδα,