FAQs About the word clock (out)

βγαίνω (από τη δουλειά)

to record on a special card the time that one stops working

έλεγχος έξω,αφήνω,Τρέπω σε φυγή,πηγαίνω,φεύγω

εμφανίζω,: φτάνω,έλα,μπες,περάσω,γη,φτιάχνω,εμφανίζομαι,εμφανίζονται,φέρε

clock (in) => Ρολόι (σε), clobbers => δέρνει, clobbering => συντριπτικός, clobbered => ξυλοκοπημένος, cloaks => Μανδύες,