Greek Meaning of clocking (up)

χρονομέτρηση (ώρας)

Other Greek words related to χρονομέτρηση (ώρας)

Definitions and Meaning of clocking (up) in English

clocking (up)

to gain or reach (a particular number or amount)

FAQs About the word clocking (up)

χρονομέτρηση (ώρας)

to gain or reach (a particular number or amount)

επιτυγχάνοντας,φτάνοντας,κέρδος,κατασκευή,βάθρα,σκοράρισμα,νίκη,ανέρχεται (σε),κιμωλία ,θερίζοντας

αποτυχία σε,δεν φτάνω σε (κάτι),χαμένος,Χάνοντας

clocking (out) => χαρτογράφηση (εξόδου), clocked in at => έφτασε για, clocked (out) => Σφραγισμένο (έξω), clocked => χρονομετρημένο, clock in at => η ώρα προσέλευσης,