Greek Meaning of deal out

διανέμω

Other Greek words related to διανέμω

Definitions and Meaning of deal out in English

Wordnet

deal out (v)

administer or bestow, as in small portions

FAQs About the word deal out

διανέμω

administer or bestow, as in small portions

εκχωρώ,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,διανέμω,μερίδα,παρέχειν,προμήθεια,(διανέμω)

πτώση,αρνούμαι,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),φθονώ,απαγορεύω,τσίμπημα,στάση

deal => συμφωνία, deafness => κώφωση, deaf-mutism => κωφάλαλος, deaf-muteness => κώφωση και αλαλία, deaf-mute => κωφάλαλος,