Greek Meaning of ration
μερίδα
Other Greek words related to μερίδα
- εκχωρώ
- αναθέτω
- εκχωρώ
- διανέμω
- επιτρέψω
- διανέμω
- διανέμω
- διαίρεση
- δίνω
- πολύ
- μέτρο
- μερίδα
- συμφωνία
- μετρώ
- διοικώ
- βραβείο
- συνεισφέρω
- συμφωνία
- διανέμω
- δωρίσει
- Δέσμευση
- επιχορήγηση
- διανέμω
- διανέμω
- μέτρο
- (διανέμω)
- μέρος
- αναλογικά κατανεμηθεί
- Επανακατανομή
- Αναδιανομή
- Ανάθεση (ξανά)
- Ανακατανεμηθείτε
- εφεδρεία
- διανέμω
- διαχωρίζω
Nearest Words of ration
Definitions and Meaning of ration in English
ration (n)
the food allowance for one day (especially for service personnel)
a fixed portion that is allotted (especially in times of scarcity)
ration (v)
restrict the consumption of a relatively scarce commodity, as during war
distribute in rations, as in the army
ration (n.)
A fixed daily allowance of provisions assigned to a soldier in the army, or a sailor in the navy, for his subsistence.
Hence, a certain portion or fixed amount dealt out; an allowance; an allotment.
ration (v. t.)
To supply with rations, as a regiment.
FAQs About the word ration
μερίδα
the food allowance for one day (especially for service personnel), a fixed portion that is allotted (especially in times of scarcity), restrict the consumption
εκχωρώ,αναθέτω,εκχωρώ,διανέμω,επιτρέψω,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,δίνω,πολύ
αρνούμαι,στερώ (από),κρατάω,διατηρώ,παρακράτηση,κατάλληλος,φθονώ,στάση,αλαζόνας,κατασχέω
ratiocinatory => συλλογιστικός, ratiocinator => στατιστικός, ratiocinative => λογικός, ratiocination => συλλογισμός, ratiocinate => συλλογίζομαι,