Greek Meaning of misallocate

διανέμω λανθασμένα

Other Greek words related to διανέμω λανθασμένα

Definitions and Meaning of misallocate in English

misallocate

to allocate (something, such as money or resources) poorly or improperly

FAQs About the word misallocate

διανέμω λανθασμένα

to allocate (something, such as money or resources) poorly or improperly

φθονώ,πτώση,αρνούμαι,στερώ (από),απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,σφίγγω,στάση

διοικώ,εκχωρώ,διανέμω,Μοιράστε,διανέμω,διανέμω,διανέμω,διανέμω,(διανέμω),μερίδα

misaligning => παρεκκλίνων, misaligned => μη ευθυγραμμισμένο, misadventures => περιπέτειες, misadjusts => προσαρμόζει εσφαλμένα, misadjusting => κακή προσαρμογή,