Greek Meaning of misallocated
Εσφαλμένη κατανομή
Other Greek words related to Εσφαλμένη κατανομή
- διοικείται
- εκχωρημένος
- κατανεμημένο
- δεσμευμένο
- διανεμηθεί
- διανεμήθηκε
- διανεμημένος
- διανεμήθηκε
- αναλογικός
- διατεθεί
- επιτρεπόμενο
- εκχωρηθείς
- εκταμιεύονταν
- διαιρεμένος
- διένεμε
- επιπλωμένος
- εκδόθηκε
- μετρημένο (έξω)
- μετρημένος (έξω)
- κατανεμημένος
- κατατμημένος (έξω)
- χωρισμένοι
- μερίδες
- αναλογικός
- προσφέρονται
- δελτιωμένο
- ανακατανεμηθεί
- σετ
- κοινός
- μοιράστηκε (έξω)
- διαχωρίζω
- δοθείς
- μετρημένος
- απονεμημένος
- διανεμημένο
- διαιρεμένα (σε μέρη)
- έβγαλε (με το κουτάλι)
- ταξινομημένα
Nearest Words of misallocated
- misallocate => διανέμω λανθασμένα
- misaligning => παρεκκλίνων
- misaligned => μη ευθυγραμμισμένο
- misadventures => περιπέτειες
- misadjusts => προσαρμόζει εσφαλμένα
- misadjusting => κακή προσαρμογή
- misadjusted => Άσχημα προσαρμοσμένο
- mirthlessly => αδιάφορα
- mirrors => καθρέφτες
- mirror images => Εικόνες καθρέφτη
- misallocating => εσφαλμένη κατανομή
- misandrist => ανδρόστυγη
- misanthropically => απαισιόδοξα
- misapplications => λανθασμένες εφαρμογές
- misapprehended => παρεξηγημένο
- misapprehending => παρεξηγώντας
- misapprehensions => παρεξηγήσεις
- misappropriating => υπεξαίρεση
- misappropriations => υπεξαιρέσεις
- misbehaver => άτακτος
Definitions and Meaning of misallocated in English
misallocated
to allocate (something, such as money or resources) poorly or improperly
FAQs About the word misallocated
Εσφαλμένη κατανομή
to allocate (something, such as money or resources) poorly or improperly
αρνηθεί,στερημένος (από),απαγορεύεται,απορριφθείς,απορριπτόμενος,κατεχόμενος,φθονώ,αρνήθηκε,φειδωλός,γκρίνιασε (έξω)
διοικείται,εκχωρημένος,κατανεμημένο,δεσμευμένο,διανεμηθεί,διανεμήθηκε,διανεμημένος,διανεμήθηκε,αναλογικός,διατεθεί
misallocate => διανέμω λανθασμένα, misaligning => παρεκκλίνων, misaligned => μη ευθυγραμμισμένο, misadventures => περιπέτειες, misadjusts => προσαρμόζει εσφαλμένα,