Greek Meaning of niggled (out)

γκρίνιασε (έξω)

Other Greek words related to γκρίνιασε (έξω)

Definitions and Meaning of niggled (out) in English

niggled (out)

No definition found for this word.

FAQs About the word niggled (out)

γκρίνιασε (έξω)

στερημένος (από),αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,τσιμπημένο,απορριφθείς,απορριπτόμενος,φειδωλός,τσιγκούνης,κατεχόμενος

διοικείται,εκχωρημένος,κατανεμημένο,εκχωρηθείς,διανεμηθεί,διανεμήθηκε,διανεμημένος,διαιρεμένος,διένεμε,διανεμήθηκε

niggle (out) => βρω (ένα μικρό πρόβλημα), nifties => nintendos, niduses => φωλιές, nicks (at) => εγκοπές (στο), nicks => χαραγές,