Greek Meaning of donating

δωρίζω

Other Greek words related to δωρίζω

Definitions and Meaning of donating in English

Webster

donating (p. pr. & vb. n.)

of Donate

FAQs About the word donating

δωρίζω

of Donate

συμβάλλοντα,Giving = Δίνοντας,εθελοντισμός,παρουσιάζοντας,παρέχοντας,απονέμοντας,απονέμοντας,Επίπλωση,έκδοση,προσφορά

κατοχή,φύλαξη,διατήρηση,αποταμίευση,παρακράτηση,διατηρητέο,προελαύνοντας,δανεισμός,βάζω στην τσέπη‎,πώληση

donatello => Ντονατέλλο, donated => δωρεά, donate => δωρίσει, donatary => δωρεοδόχος, donat => Ντόνατ,