Greek Meaning of proffering
προσφέροντας
Other Greek words related to προσφέροντας
- Αποδεκτός
- Εγκριτικός
- εξουσιοδοτώντας
- επιβεβαιώνοντας
- αρνούμενος
- λήψη
- Απορριπτικός
- λήψη
- εγγυημένος
- διαπίστευση
- εκκαθάριση
- μειούμενη
- Απαγορεύει
- αποδοκιμαστικός
- ολοκλήρωση
- τυποποίηση
- αγνοώντας
- αρνητικός
- εντάξει
- επικυρώνοντας, εγκρίνοντας
- διάψευση
- αρνούμαι
- επιβάλλων κυρώσεις
- περιφρονώντας
- απόρριψη
- βάζω βέτο
- απόσυρση
- Εγκριντικός
- αγνοώντας
- homologation
- παραμελώ
- Εντάξει
- θέα
- απωθητικός
- συρριγμός
Nearest Words of proffering
Definitions and Meaning of proffering in English
proffering
offer, suggestion, to offer to take part in a proffer session, to present for acceptance, offer entry 1 sense 2, an offer made to a prosecutor by a person who is a subject of a criminal investigation to provide information in exchange for limited immunity or a plea bargaining agreement
FAQs About the word proffering
προσφέροντας
offer, suggestion, to offer to take part in a proffer session, to present for acceptance, offer entry 1 sense 2, an offer made to a prosecutor by a person who i
Giving = Δίνοντας,προσφορά,εκτίνω,διαγωνισμός,παραχώρηση,αντοχή,πόζα,προτείνοντας,υποβάλλει,εθελοντισμός
Αποδεκτός,Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,επιβεβαιώνοντας,αρνούμενος,λήψη,Απορριπτικός,λήψη,εγγυημένος,διαπίστευση
proffered => προσφερόμενα, professions => επαγγέλματα, professionals => επαγγελματίες, profanities => βλασφημίες, profaning => βλασφημία,