Greek Meaning of homologating

homologation

Other Greek words related to homologation

Definitions and Meaning of homologating in English

Webster

homologating (p. pr. & vb. n.)

of Homologate

FAQs About the word homologating

homologation

of Homologate

Εγκριτικός,επιβεβαιώνοντας,επικυρώνοντας, εγκρίνοντας,Αποδεκτός,διαπίστευση,αναγνωριστικός,εξουσιοδοτώντας,επικύρωση,τυποποίηση,επιβάλλων κυρώσεις

απαγόρευση,μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,Απορριπτικός,βάζω βέτο,απαγορευτικό,απόρριψη,αγνοώντας

homologated => ομολογημένος, homologate => ομολογώ, homoiousian => Homoiousios, homoiothermic => ομοιοθερμικός, homoiothermal => ομοιόθερμος,