Greek Meaning of homologate
ομολογώ
Other Greek words related to ομολογώ
- εγκρίνω
- επιβεβαιώνω
- επικυρώνω
- αποδέχομαι
- διαπιστεύω
- αναγνωρίζω
- εγκρίνειν
- εξουσιοδοτώ
- Εγκρίνει
- οριστικοποιώ
- τυποποιώ
- εντάξει
- κυρώσεις
- Σημάδι
- ένταλμα
- Επιβεβαιώνω
- επιτρέψω
- ευλογία
- αγιοποιώ
- βεβαιώνω
- σαφής
- ενεργοποιήστε
- εγκρίνω
- αρχικός
- νομιμοποιώ
- άδεια
- άδεια
- εντάξει
- περάσει
- άδεια
- Σφραγίδα από καουτσούκ
- αγιάζω
- επικυρώνω
- Υπογράψτε (σε)
Nearest Words of homologate
Definitions and Meaning of homologate in English
homologate (v. t.)
To approve; to allow; to confirm; as, the court homologates a proceeding.
FAQs About the word homologate
ομολογώ
To approve; to allow; to confirm; as, the court homologates a proceeding.
εγκρίνω,επιβεβαιώνω,επικυρώνω,αποδέχομαι,διαπιστεύω,αναγνωρίζω,εγκρίνειν,εξουσιοδοτώ,Εγκρίνει,οριστικοποιώ
απαγόρευση,πτώση,αρνούμαι,απαγορεύω,αποδοκιμάζω,επιτάσσω,απαγορεύω,αρνητικός,απαγορεύω,απαγορεύω
homoiousian => Homoiousios, homoiothermic => ομοιοθερμικός, homoiothermal => ομοιόθερμος, homoiotherm => θερμόαιμο, homoioptoton => Ομοιόπτωτον,