FAQs About the word illegalize

απαγορεύω

declare illegal; outlawTo make or declare illegal or unlawful.

απαγόρευση,παράνομος,ποινικοποιώ,απαγορεύω,απαγορεύω,μπάρα,επιτάσσω,απαγορεύω,απαγορεύω

επιτρέψω,αποποινικοποιήση,νομιμοποιώ,αφήνω,άδεια,εγκρίνω,Εγκρίνει,υποφέρνω,εγκρίνω,κυρώσεις

illegality => παράνομη, illegalities => παρανομίες, illegalise => απαγόρευση, illegal possession => παράνομη κατοχή, illegal => παράνομος,