Greek Meaning of approbating
Εγκριντικός
Other Greek words related to Εγκριντικός
- Εγκριτικός
- επιβεβαιώνοντας
- επικυρώνοντας, εγκρίνοντας
- Αποδεκτός
- διαπίστευση
- αναγνωριστικός
- εξουσιοδοτώντας
- επικύρωση
- τυποποίηση
- homologation
- επιβάλλων κυρώσεις
- Υπογραφή
- εγγυημένος
- ολοκλήρωση
- Εντάξει
- επιβεβαιωτικός
- επιτρέποντας
- ευλογία
- αγιοποίηση
- πιστοποίηση
- εκκαθάριση
- Ενεργοποίηση
- επικυρώνοντας
- αρχικά
- Νομιμοποίηση
- αδειοδότηση
- περνώντας
- επιτρέποντας
- αγιασμένος
- επικύρωση
- Παράγραφος
- εντάξει
- επανεκτιμώντας
- Υπογραφή σε/από
Nearest Words of approbating
Definitions and Meaning of approbating in English
approbating
approve, sanction
FAQs About the word approbating
Εγκριντικός
approve, sanction
Εγκριτικός,επιβεβαιώνοντας,επικυρώνοντας, εγκρίνοντας,Αποδεκτός,διαπίστευση,αναγνωριστικός,εξουσιοδοτώντας,επικύρωση,τυποποίηση,homologation
απαγόρευση,μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αποδοκιμαστικός,απαγορευτικό,αρνητικός,Απορριπτικός,βάζω βέτο,απαγορευτικό
approbated => εγκεκριμένος, approaches => προσεγγίσεις, apprizing => εκτιμώντας, apprentices => μαθητευόμενοι, apprehensions => ανησυχίες,