Greek Meaning of legalizing

Νομιμοποίηση

Other Greek words related to Νομιμοποίηση

Definitions and Meaning of legalizing in English

Webster

legalizing (p. pr. & vb. n.)

of Legalize

FAQs About the word legalizing

Νομιμοποίηση

of Legalize

επιτρέποντας,Εγκριτικός,Ενεργοποίηση,αδειοδότηση,επιτρέποντας,επιβάλλων κυρώσεις,Αποδεκτός,διαπίστευση,αναγνωριστικός,επιβεβαιωτικός

απαγόρευση,Επιβάλλοντας,απαγορευτικό,αγνοώντας,απαγορευτική,απαγορευτικό,απαγορεύοντας,αρνούμενος,αγνοώντας,παράνομα

legalized => νομιμοποιημένο, legalize => νομιμοποιώ, legalization => νομιμοποίηση, legality => νομικότητα, legalist => Νομικός,