Greek Meaning of legalese
νομική ορολογία
Other Greek words related to νομική ορολογία
- γραφειοκρατικός
- Ηλεκτρονική γλώσσα
- Ανοησίες
- Ανοησίες
- Ψυχομπαμπάλα
- Μπουρδολογία
- ανοησίες
- διπλωματία
- εκπαιδευτική ορολογία
- Ανοησία
- γραφειοκρατική διάλεκτος
- Πενταγωνική
- ρητορική
- φλυαρία
- τραγούδι και χορός
- τεχνολογική αργκό
- βόμβα
- φουστάνι
- αέριο
- grandiloquence
- Ζεστός αέρας
- Υπερβολική διαφήμιση
- ρητορική
- άνεμος
Nearest Words of legalese
- legal transfer => Νομική μεταβίβαση
- legal tender => νόμιμο χρήμα
- legal system => Νομικό σύστημα
- legal status => Νομικό καθεστώς
- legal separation => Νομικός χωρισμός
- legal right => Νόμιμο δικαίωμα
- legal residence => νόμιμη κατοικία
- legal representative => νόμιμος εκπρόσωπος
- legal representation => νομική εκπροσώπηση
- legal relation => Νομική σχέση
Definitions and Meaning of legalese in English
legalese (n)
a style that uses the abstruse technical vocabulary of the law
FAQs About the word legalese
νομική ορολογία
a style that uses the abstruse technical vocabulary of the law
γραφειοκρατικός,Ηλεκτρονική γλώσσα,Ανοησίες,Ανοησίες ,Ψυχομπαμπάλα,Μπουρδολογία,ανοησίες,διπλωματία,εκπαιδευτική ορολογία,Ανοησία
No antonyms found.
legal transfer => Νομική μεταβίβαση, legal tender => νόμιμο χρήμα, legal system => Νομικό σύστημα, legal status => Νομικό καθεστώς, legal separation => Νομικός χωρισμός,