FAQs About the word legally

Νομικά

by law; conforming to the law, in a legal mannerIn a legal manner.

Καθαρός,Καθαρά,ηθικά,δίκαιο,Αρκετά,εντίμως,ηθικά,ευγενώς,με ευγενή τρόπο

παράνομα,ανέντιμα,Ανήθικα,ανήθικα,άτιμα,ύπουλα

legalizing => Νομιμοποίηση, legalized => νομιμοποιημένο, legalize => νομιμοποιώ, legalization => νομιμοποίηση, legality => νομικότητα,