FAQs About the word ethically

ηθικά

in an ethical manner; from an ethical point of view; according to ethicsAccording to, in harmony with, moral principles or character.

Νομικά,ηθικά,ευγενώς,Καθαρός,Καθαρά,δίκαιο,Αρκετά,με ευγενή τρόπο,εντίμως

παράνομα,άτιμα,ανέντιμα,Ανήθικα,ανήθικα,ύπουλα

ethical motive => Ηθικό κίνητρο, ethical drug => Ηθικό φάρμακο, ethical code => κώδικας δεοντολογίας, ethical => ηθικός, ethic => ηθική,