Greek Meaning of regaling

διασκεδαστικό

Other Greek words related to διασκεδαστικό

Definitions and Meaning of regaling in English

Webster

regaling (p. pr. & vb. n.)

of Regale

FAQs About the word regaling

διασκεδαστικό

of Regale

αστείος,Διασκεδαστικό,ηρεμιστικό,απολαυστικός,διασκέδασης,Αποσπώντας την προσοχή,παραπλανητικό,καταλαμβάνων,απορροφητικός,δελεαστικός

βαρετό,αποστράγγιση,εξαντλητικός,κουραστικός,Φορεμένος,κουραστικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ενοχλητικός,ανησυχητικό

regalian => βασιλικός, regalia => Ενδύματα, regaler => απόλαυση, regalement => κανονισμός, regaled => γλέντησε,