Greek Meaning of regaled
γλέντησε
Other Greek words related to γλέντησε
- διασκεδασμένος
- διασκεδασμένος
- Χαρούμενος
- αποσπασμένος
- εκτραπεί
- κατειλημμένος
- παρηγορημένος
- απορροφάται
- Γοητευμένος
- μαγεμένος
- απασχολημένος
- αιχμάλωτος
- γοητευμένος
- καλομαθημένο
- παρηγορημένος
- ικανοποιημένος
- έπαιζε
- γοητευμένος
- αρραβωνιασμένος
- απορροφημένος
- κατενθουσιασμένος
- γοητευμένος
- ευγνώμων
- χιουμοριστικός
- υπνωτισμένος
- εμβαπτισμένος
- αφοσιωμένος
- ενδιαφέρομαι
- περιέργως
- εμπλεκόμενος
- μαγεμένος
- κατευνασμένος
- υποχρεωμένος
- ειρηνευμένος
- Κακομαθημένος
- κατευνασμένος
- χαρούμενος
- ευχαριστημένος
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- ηρεμημένος
- παρηγορημένος
- σφιχτό
- εξευμενίζω
- κατευνασμένος
- βαρετό
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- φορούσε
- επιβαρυντική
- ενοχλημένος
- ενοχλημένο
- διαταραγμένος
- εξαντλημένος
- εκνευρισμένος
- Κουρασμένος
- παρενοχλημένος
- ταλαιπωρημένος
- τσουκνίδα
- ταραγμένος
- παρενοχλούμενος
- ερεθισμένος
- αναστατωμένος
- ενοχλημένος
- ενοχλημένος
- Φθαρμένος
- υπό παρακολούθηση
- τριμμένο
- ανήσυχος
- γδαρμένος
- τριμμένο
- θυμωμένος
Nearest Words of regaled
Definitions and Meaning of regaled in English
regaled (imp. & p. p.)
of Regale
FAQs About the word regaled
γλέντησε
of Regale
διασκεδασμένος,διασκεδασμένος,Χαρούμενος,αποσπασμένος,εκτραπεί,κατειλημμένος,παρηγορημένος,απορροφάται,Γοητευμένος,μαγεμένος
βαρετό,στραγγισμένος,εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,φορούσε,επιβαρυντική,ενοχλημένος,ενοχλημένο
regalecus glesne => Βασιλικός μπακαλιάρος, regalecidae => Ριγκαλεκιδες, regale => βασιλικός, regal => βασιλικός, βασιλιάς, regaining => ανακτά το,