Greek Meaning of chafed
τριμμένο
Other Greek words related to τριμμένο
Nearest Words of chafed
Definitions and Meaning of chafed in English
chafed (s)
painful from having the skin abraded
chafed (imp. & p. p.)
of Chafe
FAQs About the word chafed
τριμμένο
painful from having the skin abradedof Chafe
ερεθισμένος,γρατζουνισµένος,εκδορασμένος,καμένο,εκδορά,ανήσυχος,γδαρμένος,ξυσμένος,καμμένος,φλεγμονώδης
ηρεμημένος,Χαρούμενος,ευγνώμων,κατευνασμένος,υποχρεωμένος,ειρηνευμένος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,σίγουρος,επευφημούσαν
chafe => τρίβω, chaetotaxy => χαιτωσία, chaetopoda => Αρθρόποδα, chaetopod => τρίχας στο πόδι, chaetognathous => χαιτογναθα,