FAQs About the word chafferer

Παζαρακιαστής

One who chaffers; a bargainer.

καλή αγορά,συμφωνία,πιο παχύς,παζάρι,Διαπραγματεύομαι,παραπλανώ,διαφωνώ,ανταλλαγή,διαπληκτίζομαι,αγοράζω

No antonyms found.

chaffered => ταλαιπωρημένος, chaffer => παζαρεύω, chaffed => εκδορές, chaff => Άχυρο, chafeweed => Ξινίδα,