Greek Meaning of wore

φορούσε

Other Greek words related to φορούσε

Definitions and Meaning of wore in English

Webster

wore (imp.)

of Wear

Webster

wore ()

imp. of Wear.

imp. of Ware.

FAQs About the word wore

φορούσε

of Wear, imp. of Wear., imp. of Ware.

Χρεοκοπημενος,προτομή,συλληφθεί,στραγγισμένος,εξαντλημένος,σκότωσα,κουρασμένος,κουρασμένος,καμμένος έξω,εξουθενωμένος

ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,ξεκούραστος,Ενισχυμένο,αναζωογονημένο,ανανεωμένος,χαλαρός,αναζωογονημένο,ξετυλιγμένο

wordy => μακροσκελής, word-worship => λατρεία του λόγου, wordsworthian => wordsworthικός, wordsworth => Wordsworth, word-splitting => Διαχωρισμός λέξεων,