Greek Meaning of wore
φορούσε
Other Greek words related to φορούσε
- Χρεοκοπημενος
- προτομή
- συλληφθεί
- στραγγισμένος
- εξαντλημένος
- σκότωσα
- κουρασμένος
- κουρασμένος
- καμμένος έξω
- εξουθενωμένος
- έκανε σε
- έκανε
- κουρασμένος
- Κουρασμένος
- εξαντλημένος
- παρενοχλημένος
- αναισθητοποιημένος
- φθαρμένος
- εξαντλημένος
- ξεθωριασμένος
- σπαταλημένος
- εξασθενημένος
- Φθαρμένος
- φθαρμένο
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- εξασθενημένος
- αποκαμωμένος
Nearest Words of wore
Definitions and Meaning of wore in English
wore (imp.)
of Wear
wore ()
imp. of Wear.
imp. of Ware.
FAQs About the word wore
φορούσε
of Wear, imp. of Wear., imp. of Ware.
Χρεοκοπημενος,προτομή,συλληφθεί,στραγγισμένος,εξαντλημένος,σκότωσα,κουρασμένος,κουρασμένος,καμμένος έξω,εξουθενωμένος
ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,ξεκούραστος,Ενισχυμένο,αναζωογονημένο,ανανεωμένος,χαλαρός,αναζωογονημένο,ξετυλιγμένο
wordy => μακροσκελής, word-worship => λατρεία του λόγου, wordsworthian => wordsworthικός, wordsworth => Wordsworth, word-splitting => Διαχωρισμός λέξεων,