Greek Meaning of work camp
Στρατόπεδο εργασίας
Other Greek words related to Στρατόπεδο εργασίας
- μεγάλο σπίτι
- Στρατόπεδο συγκέντρωσης
- Στρατόπεδο εργασίας
- Στρατόπεδο αιχμαλώτων
- Βαστίλη
- σωφρονιστήριο
- μπρίκι
- Ταυρομαχείο
- κλουβί
- Φυλακή
- μπορώ
- Κύτταρο
- κρότος
- ψυγείο
- κοτέτσι
- Σκοπιά
- Γκούλαγκ
- κουτουπίδι
- κρατώ
- φυλακή
- φυλακή
- φυλακή
- άρθρωση
- κανάτα
- φυλακή
- Νικ
- στυλό
- Σωφρονιστικό ίδρυμα
- αργός
- φυλακή
- ότι
- χτύπημα
- slammer
- Στάλαγκ
- ανακατεύω
- πασσαλοπήγαδο
- Άρμα μάχης
- διόδια
- Νοσοκομειακό τμήμα
- μπλοκ
- μπουντρούμι
- Θερμοκήπιο
- φυλάκιο
- τρύπα
- τέρας
- κρατάω
- μπουντρούμι
- Σχολείο επανόρθωσης
- αναμορφωτήριο
- Σχολή εκπαίδευσης
Nearest Words of work camp
Definitions and Meaning of work camp in English
work camp (n)
a camp for trustworthy prisoners employed in government projects
FAQs About the word work camp
Στρατόπεδο εργασίας
a camp for trustworthy prisoners employed in government projects
μεγάλο σπίτι,Στρατόπεδο συγκέντρωσης,Στρατόπεδο εργασίας,Στρατόπεδο αιχμαλώτων,Βαστίλη,σωφρονιστήριο,μπρίκι,Ταυρομαχείο,κλουβί,Φυλακή
No antonyms found.
work bench => πάγκος εργασίας, work at => εργάζομαι στο / στην, work animal => Ζώο εργασίας, work => δουλειά, wore => φορούσε,