Greek Meaning of work camp

Στρατόπεδο εργασίας

Other Greek words related to Στρατόπεδο εργασίας

Definitions and Meaning of work camp in English

Wordnet

work camp (n)

a camp for trustworthy prisoners employed in government projects

FAQs About the word work camp

Στρατόπεδο εργασίας

a camp for trustworthy prisoners employed in government projects

μεγάλο σπίτι,Στρατόπεδο συγκέντρωσης,Στρατόπεδο εργασίας,Στρατόπεδο αιχμαλώτων,Βαστίλη,σωφρονιστήριο,μπρίκι,Ταυρομαχείο,κλουβί,Φυλακή

No antonyms found.

work bench => πάγκος εργασίας, work at => εργάζομαι στο / στην, work animal => Ζώο εργασίας, work => δουλειά, wore => φορούσε,