Greek Meaning of work at
εργάζομαι στο / στην
Other Greek words related to εργάζομαι στο / στην
- επιτυγχάνω
- επιτύγχανω
- απομακρύνω
- Εκτελώ
- εκπληρώνω
- εκτελώ
- πετύχω
- βάλει μέσα
- καταφέρνω
- Επιφέρω
- αφαιρώ
- δεσμεύω
- πυξίδα
- ολοκληρωμένο
- κάνω
- αποτέλεσμα
- Εφαρμόζω
- τέλος
- ασχολείται με
- εκτέλεση
- τέλος
- συνεχίσει (με)
- εκπληρώνω
- εφαρμόζω
- φτιάχνω
- Διαπραγματεύομαι
- διώκω
- συνειδητοποιώ
- τελειώνω
- άσσος
- πραγματοποιώ
- Πρακτική
- εξάσκηση
- διπλασιάζω
- Αναπαράσταση
- Επαναλάβετε
Nearest Words of work at
- work bench => πάγκος εργασίας
- work camp => Στρατόπεδο εργασίας
- work clothes => ρούχα εργασίας
- work clothing => εργατικά ρούχα
- work day => Εργάσιμη ημέρα
- work flow => Ροή εργασίας
- work force => εργατικό δυναμικό
- work in => εργασία σε
- work in progress => εργασία σε εξέλιξη
- work load => φόρτος εργασίας
Definitions and Meaning of work at in English
work at (v)
to exert effort in order to do, make, or perform something
FAQs About the word work at
εργάζομαι στο / στην
to exert effort in order to do, make, or perform something
επιτυγχάνω,επιτύγχανω,απομακρύνω,Εκτελώ,εκπληρώνω,εκτελώ,πετύχω,βάλει μέσα,καταφέρνω,Επιφέρω
ελαφρύ,σφίγγω,ασαφές
work animal => Ζώο εργασίας, work => δουλειά, wore => φορούσε, wordy => μακροσκελής, word-worship => λατρεία του λόγου,