Greek Meaning of outwore
φθαρμένος
Other Greek words related to φθαρμένος
Nearest Words of outwore
Definitions and Meaning of outwore in English
outwore
to last longer than, wear out, exhaust
FAQs About the word outwore
φθαρμένος
to last longer than, wear out, exhaust
διεξήχθη (παρελθόν),άντεξε,επέζησε,επιβίωσε,κατοικία (παραπέρα),έβγαλε,υπέμεινε,κράτησε,διήρκεσε (πέρα από),διαιωνισμένος
ενεργοποιημένο,ενεργοποιημένος,Ενισχυμένο,αναζωογονημένο,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,αναζωογονημένο,ξετυλιγμένο
outwitting => ξεγελώ, outwitted => ξεπέρασε σε εξυπνάδα, outweighing => υπερτερείν, outweighed => υπερτερούσε, outwearing => φθαρμένο,