Greek Meaning of humored

χιουμοριστικός

Other Greek words related to χιουμοριστικός

Definitions and Meaning of humored in English

Webster

humored (imp. & p. p.)

of Humor

FAQs About the word humored

χιουμοριστικός

of Humor

προσαρμοσμένο (σε),Χαρούμενος,ευγνώμων,αφοσιωμένος,χαρούμενος,κακομαθημένος,ηλιοθεραπεία,επιδόθηκε σε πολυτέλεια,Κακομαθημένος,απόλαυσε

επιλεγμένο,περιορισμένος,ανασταλμένος,συγκρατημένος,πνιγηρός,χαλιναγωγημένος,συγκρατημένος

humoralist => χιουμορίστας, humoralism => χυμωρισμός, humoral immune response => χυμική ανοσολογική απάντηση, humoral => χυμικός, humor => χιούμορ,