Greek Meaning of benefitting
ευεργετικός
Other Greek words related to ευεργετικός
Nearest Words of benefitting
- benefiter => δικαιούχος
- benefited => επωφελήθηκε
- benefit society => Φιλανθρωπική εταιρεία
- benefit of clergy => Προνόμιο κληρικών
- benefit concert => Φιλανθρωπική συναυλία
- benefit album => Δίσκος για φιλανθρωπικούς σκοπούς
- benefit => όφελος
- beneficient => ευεργετικός
- beneficiation => εμπλουτισμός
- beneficiate => δικαιούχος
Definitions and Meaning of benefitting in English
benefitting (p. pr. & vb. n.)
of Benefit
FAQs About the word benefitting
ευεργετικός
of Benefit
βοήθεια,βοηθητικός,επωφελούμενη,有利な,βοήθεια,χρησιμοποιώντας,απολαυστικός,Βελτιούμενος,ευχάριστος,σερβίρισμα
επιζήμιος,βλαβερός,εμποδίζοντας,πονώντας,βλαπτική,εμποδίζοντας,βλαβερό,οδυνηρός,αναστατωτικός,Βασανιστικός
benefiter => δικαιούχος, benefited => επωφελήθηκε, benefit society => Φιλανθρωπική εταιρεία, benefit of clergy => Προνόμιο κληρικών, benefit concert => Φιλανθρωπική συναυλία,