Greek Meaning of disbursing

Εκταμιεύων

Other Greek words related to Εκταμιεύων

Definitions and Meaning of disbursing in English

Webster

disbursing (p. pr. & vb. n.)

of Disburse

FAQs About the word disbursing

Εκταμιεύων

of Disburse

Giving = Δίνοντας,πληρωμή,δαπάνες,πτώση,δαπανώντας,τοποθέτηση,απομακρυσμένος,φυσώντας,διαλυόμενος,Διακλάδωση (πάνω από

αποταμίευση,προστασία,Αποκτώντας,Αποθήκευση σε προσωρινή μνήμη,εισόδημα,κέρδος,συσσώρευση,θέτοντας,κατασκευή,προμήθεια

disburser => εκταμιευτής, disbursement => Εκταμίευση, disbursed => εκταμιεύονταν, disburse => εκταμιεύω, disbursal => εκταμίευση,

Shares
sharethis sharing button Share
whatsapp sharing button Share
facebook sharing button Share
twitter sharing button Tweet
messenger sharing button Share
arrow_left sharing button
arrow_right sharing button