Greek Meaning of disbursing
Εκταμιεύων
Other Greek words related to Εκταμιεύων
Nearest Words of disbursing
Definitions and Meaning of disbursing in English
disbursing (p. pr. & vb. n.)
of Disburse
FAQs About the word disbursing
Εκταμιεύων
of Disburse
Giving = Δίνοντας,πληρωμή,δαπάνες,πτώση,δαπανώντας,τοποθέτηση,απομακρυσμένος,φυσώντας,διαλυόμενος,Διακλάδωση (πάνω από
αποταμίευση,προστασία,Αποκτώντας,Αποθήκευση σε προσωρινή μνήμη,εισόδημα,κέρδος,συσσώρευση,θέτοντας,κατασκευή,προμήθεια
disburser => εκταμιευτής, disbursement => Εκταμίευση, disbursed => εκταμιεύονταν, disburse => εκταμιεύω, disbursal => εκταμίευση,