Greek Meaning of richened
πλούτισε
Other Greek words related to πλούτισε
- deepened
- εμπλουτισμένο
- εξατμισμένος
- εξαγόμενος
- οχυρωμένος
- εντατικοποιημένος
- αφαιρέθηκε
- Ενισχυμένο
- καθαρισμένος
- συμπυκνωμένο
- αποσταγμένο
- βελτιωμένο
- κοκκινισμένος
- σκληρυμένο
- ενισχυμένο
- επανασυμπυκνωμένος
- συμπυκνωμένο εκ νέου
- μειωμένη
- εκλεπτυσμένος
- στερεοποιημένο
- βρασμένος
- διευκρίνισε
- Καθαρισμένο
- συμπυκνωμένος
- Συμπυκνωμένο
- βρασμένος
- διαρροή
- καθαρίζω
- καθαρισμένος
Nearest Words of richened
Definitions and Meaning of richened in English
richened
to make rich or richer
FAQs About the word richened
πλούτισε
to make rich or richer
deepened,εμπλουτισμένο,εξατμισμένος,εξαγόμενος,οχυρωμένος,εντατικοποιημένος,αφαιρέθηκε,Ενισχυμένο,καθαρισμένος,συμπυκνωμένο
αραιωμένο,κόβω,αραιωμένος,αραιωμένος,εξασθενημένος,Νοθευμένο
richen => πλουτίζω, ribs => πλευρά, ribbons => κορδέλες, ribbon(s) => κορδέλες, ribber => πλευρό,