Greek Meaning of distilled
αποσταγμένο
Other Greek words related to αποσταγμένο
Nearest Words of distilled
Definitions and Meaning of distilled in English
distilled (imp. & p. p.)
of Distill
FAQs About the word distilled
αποσταγμένο
of Distill
έσταξε,έρεε,χύθηκε,ντρίμπλαρε,έπεσε,πασπαλισμένο,στάζει,αιμορραγία,κλιμακωτός,εκφορτισμένος
χύθηκε,εκτοξεύτηκε,ξεπηδούσε
distillatory => αποστακτήριο, distillation => απόσταξη, distillate => Απόσταγμα, distillable => Αποστακτή, distill => Αποστάζω,